- ιπποβοσκός
- ἱπποβοσκός, -όν (Α)αυτός που βόσκει ίππους, που ταΐζει άλογα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱπποβοσκός — feeding horses masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόβοσκος — ο γένος δίπτερων εντόμων τής οικογένειας ιπποβοσκίδες, που είναι εξωπαράσιτα και απομυζούν το αίμα θηλαστικών και πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hippobosca < hippo (πρβλ. ίππος) + bosca (πρβλ. βοσκός (< βόσκω)] … Dictionary of Greek
ιππόβοσκος ο ίππειος — (Hippobosca equina). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των ιπποβοσκιδών. Έχει σκληρό και πλατύ σώμα με σακοειδή κοιλιά. Το χρώμα του είναι καστανό ή υπόξανθο και το μήκος του κυμαίνεται από 7 έως 9 χιλιοστά. Ζει προσκολλημένος ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
ἱπποβοσκοί — ἱπποβοσκός feeding horses masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβοσκῶ — ἱπποβοσκός feeding horses masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποβοσκῶν — ἱπποβοσκός feeding horses masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλογόμυγα — Βλ. λ. ιππόβοσκος ο ίππειος. * * * η 1. μύγα που ενοχλεί τα άλογα και τα άλλα υποζύγια, βοϊδόμυγα, οίστρος 2. αυτός που επίμονα ενοχλεί κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + μύγα] … Dictionary of Greek
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποβοσκώ — (ΑΜ ἱπποβοσκῶ, έω) [ιπποβοσκός] τρέφω ίππους … Dictionary of Greek